δαῦκος

δαῦκος
δαῦκος
Grammatical information: m.
Meaning: name of several Umbellates (Athamanta Cretensis, Peucedanum Cervaria, Daucus Carota; Hp., Dsc., H.; see Andrews, ClassPhil. 44, 185);
Other forms: Also δαῦκον (Thphr.), δαύκειον (Nic.), δαυκίον (Gp.); also δαῦχος (below), δαυχμός (Nic.), see also on δάφνη.
Derivatives: δαυκίτης (οἶνος), see Redard Les noms grecs en -της 96.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The plants are characterized by their sharp smell and the bitter, burning taste of the root, so that connection with δαίω `kindle, burn' is possible; s. Solmsen IF 26, 106f., Wortf. 118 n. 1, where the scholia to Nic. Th. 94 on δαυχμός (v. l. δαῦκος) are mentioned: Πλούταρχος πλείονα μέν φησι γένη τῆς βοτάνης εἶναι, τὸ δε κοινὸν τῆς δυνάμεως ἰδίωμα δριμὺ καὶ πυρῶδες. But the Daukos-plants will rather have their name from the gummi-like sap , which is taken from certain kinds and which burns with hell flame; cf. δαυχμόν εὔκαυστον ξύλον δάφνης. (Note the form καῦκον in Ps.-Dsc. 2, 139, which was influenced by κάω, καῦσαι.) - Mediterranean origin is quite possible. We shall see under δάφνη that we have to do with one word. Note that δαῦκος and δαῦχος are one word: δαύκου τὸ μέντοι δαὺκου καὶ δαύχου γράφεται, ἐπὶ τινων δε καὶ γλύκου...H. [here we must without a doubt assume an older δαύκου].
Page in Frisk: 1,352

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δαῦκος — Cretensis masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • δαύκος — ο είδος φυτού, το καρότο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαῦκοι — δαῦκος Cretensis masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαύκους — δαῦκος Cretensis masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • δαυκί — (daucus).Φυτό που φύεται στην Κρήτη και του οποίου οι ρίζες και ο σπόρος έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Το φυτό αυτό, που ονομάζεται και δαύκος, δεν πρέπει να συγχέεται με το φυτό που είναι επιστημονικά γνωστό με την ονομασία δ. ο καρώτος ή… …   Dictionary of Greek

  • δαυχμός — δαυχμός, ο (Α) 1. ο δαύκος 2. εύφλεκτο ξύλο δάφνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δαύκος και δάφνη] …   Dictionary of Greek

  • δαύκειον — δαύκειον, το (Α) [δαύκος] ο δαύκος …   Dictionary of Greek

  • δαύκον — δαῦκον, το (Α) ο δαύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαύκος*] …   Dictionary of Greek

  • Морковь — Морковь …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”